- παντοδαπάς
- παντοδαπά̱ς , παντοδαπόςof every kindfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παντοδαπᾶς — παντοδαπής masc/fem acc pl (doric aeolic) παντοδαπός of every kind fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτηδεύω — (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος] νεοελλ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία 2. μέσ. επιτηδεύομαι ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι 3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι μσν. 1. επινοώ, μηχανεύομαι 2.… … Dictionary of Greek
χρωματίζω — ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] προσδίδω χρώμα σε κάτι, βάφω (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «ὁπηνίκα τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῡ ὀφθαλμοῡ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω. γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. (για λόγο ή μελωδία) i)… … Dictionary of Greek